Χρήματα για τους Τραπεζίτες βρέθηκαν, για τους εργαζόμενους και την κοινωνία δεν υπήρχαν, ενώ το ευρωπαϊκό δίκαιο μπορεί να εφαρμόζεται a la carte, διαφορετικά όταν πρόκειται για δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και διαφορετικά όταν πρόκειται για το Τραπεζικό “κερδοσκοπικό” σύστημα.
Η άγρια λιτότητα και η φοροεπιδρομή κατά μισθωτών και συνταξιούχων είναι ασυμβίβαστη, αντιφατική και προκλητική με τη γενναιόδωρη ύψους 28 ΔΙΣ € ενίσχυση των Τραπεζιτών και μάλιστα με 6 ΔΙΣ € χωρίς εγγυήσεις!
Η ΓΣΕΕ εκφράζει τη ριζική αντίθεσή της στην χωρίς όρους, προϋποθέσεις και εγγυήσεις διασφάλισης των χρημάτων των Ελλήνων φορολογουμένων με χαριστικές πράξεις προς τους Τραπεζίτες που δεν είναι και από τους πλέον δεινοπαθούντες πολίτες αυτής της χώρας.
Το μάρμαρο και τα σπασμένα των Τραπεζιτών δεν μπορεί και δεν πρέπει να τα πληρώσουν για μια ακόμα φορά οι εργαζόμενοι και οι πολίτες. Δεν είναι ανεκτό η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση να λειτουργήσει ως σωσμός που θα “γιατρέψει” κάθε νόσο και κάθε αμαρτία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και που θα σκεπάσει τα προβλήματα και τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.
Απαιτούμε την πλήρη διασφάλιση όλων των χρημάτων που θα δοθούν με ανάληψη από το κράτος όλων των δικαιωμάτων (ψήφου, συμμετοχής στο Δ.Σ., στη τραπεζική πολιτική κλπ) και την ανάληψη από το κράτος του ποσοστού διοικητικής και λειτουργικής ευθύνης σε κάθε τράπεζα που θα χρηματοδοτηθεί.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΠΡΩΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Η επεξεργασία ενός σχεδίου στήριξης των τραπεζών είναι σήμερα αναγκαία για να αποφευχθεί μια συνολική κρίση της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποστηριχθεί μια εκτεταμένη αναδιανομή εισοδήματος προ όφελος του τραπεζικού κεφαλαίου. Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με ένα σχέδιο ενίσχυσης των εισοδημάτων μισθωτών, συνταξιούχων και ανέργων. Δεν είναι ανεκτό και αποδεκτό το μάρμαρο και τα σπασμένα να τα πληρώσουν πάλι οι εργαζόμενοι και το κοινωνικό σύνολο που καλούνται να σφίξουν και άλλο το ζωνάρι.
Οι επιπτώσεις της κρίσης για την οικονομία και την κοινωνία απαιτούν ταυτόχρονα με την κρατική στήριξη των τραπεζών να διατεθεί ένα αντίστοιχο ποσό για την προστασία των δανειοληπτών στεγαστικών δανείων με χαμηλά εισοδήματα, για την ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών και για την υποστήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Το σχέδιο που ανακοινώθηκε αφορά δαπάνες που ισοδυναμούν με το 52% των συνολικών φορολογικών εσόδων του 2008, και θα οδηγήσουν σε αλματώδη αύξηση των δημοσίων δαπανών και του δημοσίου χρέους. Τα 6 δις ευρώ του συνολικού ποσού των 28 δις ευρώ, δηλαδή το 21%, θα δοθούν μάλιστα ως άμεση ρευστότητα χωρίς εγγύηση. Είμαστε ριζικά αντίθετοι στην χαριστική παραχώρηση κεφαλαίων στις τράπεζες.
Η κάλυψη αυτών των νέων δαπανών απαιτεί μια γενναία αναδιανομή του εισοδήματος, μέσω της φορολογία των υψηλών εισοδημάτων και των μεγάλων περιουσιών που είτε φοροδιαφεύγουν, είτε δεν φορολογούνται. Αν δεν υπάρξει μια τέτοια πολιτική οδεύουμε προς την επιβάρυνση των χαμηλότερων εισοδημάτων και των εισοδημάτων των μισθωτών και των συνταξιούχων, η οποία μπορεί να πάρει δραματικές διαστάσεις αν επιδεινωθούν τα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος.
Δεν είναι δεδομένο ότι το ποσό του σχεδίου στήριξης είναι επαρκές και ότι δεν θα χρειαστεί να αυξηθεί στο προσεχές μέλλον. Όποιο όμως και να είναι το μέγεθος της κρατικής παρέμβασης για τη στήριξη των τραπεζών, είναι πλέον σίγουρο ότι η διεθνής κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα έχει ένα σοβαρό οικονομικό και κοινωνικό κόστος και στην Ελλάδα. Αναμένεται επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης που κινδυνεύει να οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας, στη συμπίεση των κοινωνικών δαπανών και σε απώλειες του παραγωγικού ιστού.
Η κρατική παρέμβαση σε αυτή τη συγκυρία δεν μπορεί επομένως να στραφεί μόνο στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και πρέπει να περιλάβει εξίσου σοβαρά μέτρα για την στήριξη των κοινωνικών κατηγοριών που πλήττονται από την κρίση, όπως και σε μέτρα για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας γιατί τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας προυπήρχαν αυτών της διεθνούς κρίσης:
– Για κάθε ευρώ που δαπανάται για την στήριξη των τραπεζών πρέπει να δαπανηθεί ένα αντίστοιχο ποσό που θα προστατεύσει την κοινωνία από τις επιπτώσεις της κρίσης και θα ενισχύσει την πραγματική οικονομία,
– Πέρα από την εγγύηση των καταθέσεων είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί ένα σύστημα κρατικής επιδότησης επιτοκίου για του δανειολήπτες στεγαστικών δανείων με χαμηλά εισοδήματα, το οποίο θα διαμορφωθεί μέσω διαλόγου μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών και ΓΣΕΕ.
– Σε μια περίοδο κατά την οποία θα επιβαρυνθούν τα λαϊκά εισοδήματα είναι αναγκαίο να ληφθούν άμεσα μέτρα ενίσχυσης των κρατικών δαπανών για την υγεία, για την προστασία των ανέργων και για τις υπηρεσίες που επηρεάζουν άμεσα τα εισοδήματα αυτά, όπως οι μεταφορές, και οι δαπάνες για ενέργεια και θέρμανση κ.α.
– Η ελληνική και η ευρωπαϊκή οικονομία πρέπει να τονωθούν μέσω ενός ειδικού Ταμείου Ευρωπαϊκών Επενδύσεων, σύμφωνα με την πρόταση των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, για τους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενεργειών, της εξοικονόμηση ενέργειας, της καινοτομίας και των ευρωπαϊκών υποδομών, ειδικότερα δε στην Ελλάδα για την υγεία, την εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες.
– Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να ασκήσει μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων, να λάβει μέτρα ελέγχου των κερδοσκοπικών επενδύσεων και κινήσεων κεφαλαίου, και όπως είναι η καταστατική της υποχρέωση να στηρίξει σε κάθε χώρα μέλος της ΕΕ, μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών, πολιτικές που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.
– Οι πολιτικές συγκράτησης των μισθολογικών αυξήσεων που υποστήριξε σταθερά η ΕΚΤ, αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες αποτελούσαν τμήμα της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης που οδήγησε στη σημερινή διεθνή κρίση, πρέπει να εγκαταλειφθούν και να υποστηριχθούν πολιτικές αμοιβών που ακολουθούν τις αυξήσεις της παραγωγικότητας, και μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας.
– Το Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να παγώσει και να αναθεωρηθούν οι στόχοι του σύμφωνα με τις ανάγκες αντιμετώπισης της κρίσης σε κάθε εθνική οικονομία.
– Πρέπει τέλος στη χώρα μας να αντιμετωπιστεί η σοβαρή υστέρηση που εμφανίζει η απορρόφηση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων και να επανεξεταστούν οι πολιτικές που συνδέονται με την υποστήριξη της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας των μικρομεσαίων και των μικρών επιχειρήσεων ειδικότερα, την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να ανταποκριθούν στην υλοποίηση στόχων για την πραγματική οικονομία, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.