Επιστολή του Προέδρου της ΓΣΕΕ και του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ στον Πρωθυπουργό:Δημοσιονομική κρίση & οικονομία

 1. Σας κοινοποιούμε και επισυνάπτουμε την ανοικτή – επιστολή του Προέδρου της ΓΣΕΕ και του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Γιάννη Παναγόπουλου που αποστείλαμε στον Πρωθυπουργό της χώρας κ. Γ. Παπανδρέου με θέμα:

«Δημοσιονομική Κρίση και Οικονομία»

 Με την επιστολή αυτή, τεκμηριώνεται με απόλυτα επιστημονικό τρόπο μετά από μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η διαφορετική πρόταση των συνδικάτων για την έξοδο της χώρας απ’ τη οικονομική κρίση.
 

2. Σας επισυνάπτουμε τη σχετική δήλωση στα ΜΜΕ του Προέδρου της ΓΣΕΕ Γιάννη Παναγόπουλου για το συγκεκριμένο θέμα:

« Από την εκλογή της νέας κυβέρνησης συνεχώς μιλούν και πιέζουν συνέχεια οι αγορές. Ενώ υπάρχουν και κάποιοι που τα «θέλω» των αγορών ως αντίλαλο τους, τα επαναλαμβάνουν διαρκώς. Με την επιστολή μας αυτή στον κ. Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, εμείς θέτουμε τα «θέλω» και τις ανάγκες τις κοινωνίας, των εργαζόμενων, των συνταξιούχων, των ανέργων. Είναι μια διαφορετική πρόταση μίγματος οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, που μπορεί να ανατάξει την οικονομία να μην οδηγηθούμε πιο βαθιά στην ύφεση και να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη που θα δώσει το κυρίως ζητούμενο που είναι η καταπολέμηση της ανεργίας, η αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων».

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

 Προς
Πρωθυπουργό
Κύριο Γεώργιο Α. Παπανδρέου
Μέγαρο Μαξίμου
Αθήνα

ΘΕΜΑ: ‘Ανοικτή Επιστολή του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ προς τον Πρωθυπουργό για τη δημοσιονομική κρίση και την οικονομία’.

Αξιότιμε κε Πρόεδρε,
Το τελευταίο χρονικό διάστημα η ελληνική κοινωνία, οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι βιώνουν τη ραγδαία εξάπλωση συνδρόμων κινδυνολογίας που δημιουργούν ένα κλίμα γενικευμένης οικονομικής ανασφάλειας και απαισιοδοξίας. Τα σύνδρομα αυτά καθημερινά αναπαράγονται από ‘φωνές’ κύκλων του εσωτερικού και του εξωτερικού που βρίσκουν εύκολα χώρο έκφρασης στα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ, και με δραματικό τρόπο προφητεύουν τη δημοσιονομική χρεοκοπία και πλέον και την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ΟΝΕ. Αμφισβητήσιμοι δείκτες εκτίμησης της πιθανότητας δημοσιονομικής χρεοκοπίας από αμφισβητήσιμους οίκους εκτίμησης πιστωτικού κινδύνου λειτουργούν ως όχημα εκβιασμού της ελληνικής οικονομίας, της δημοκρατίας μας, του ελληνικού λαού, των εργαζομένων, του μέλλοντος της Ελλάδας.
Οι ίδιες ‘φωνές’ ζητούν αμέσως πολιτικές αποφάσεις που, ωστόσο, τις προεξοφλούν με την άμεση υποταγή της οικονομικής πολιτικής στα χρηματοπιστωτικά ‘θέλω’ και τα κερδοσκοπικά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από τον όρο ‘αγορές’. Οι ίδιες ‘φωνές’ συσχετίζουν τη σημερινή δημοσιονομική κρίση με το αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό, σπάταλο και υπερδιογκωμένο ελληνικό κράτος και τις δυσλειτουργίες των αγορών, ειδικότερα της αγοράς εργασίας, που παρεμποδίζουν το υγιές επιχειρηματικό δυναμικό της χώρας να εκδηλώσει τη δυναμική του, που ποτέ όμως δεν έχει εκδηλώσει. Και οι υποθέσεις αυτές οδηγούν στο γνωστό συνταγολόγιο: ιδιωτικοποιήσεις, περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών και κυρίως εισοδηματική λιτότητα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, ως μονόδρομο εξόδου από τη δημοσιονομική κρίση και την κρίση ανταγωνιστικότητας που γνωρίζει η ελληνική οικονομία. Υποστηρίζουν με περίσσιο ζήλο το σχεδιασμό πιο σκληρών σεναρίων στο πλαίσιο του νέου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε οι ‘αγορές’ να το προεξοφλήσουν θετικά και να εξομαλυνθεί η πίεση του διεθνούς τραπεζικού συστήματος στο ασφάλιστρο κινδύνου των ελληνικών ομολόγων.
Η τεράστια αύξηση της ανεργίας ‘αναγκάζει’ τις ίδιες ‘φωνές’ να προσθέτουν στις πάγιες απόψεις τους, μικρή δόση ρητορικής απασχόλησης, η οποία θα πρέπει ωστόσο να είναι αποτέλεσμα μείωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Η Ελλάδα καλείται για μία ακόμη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία της να επιλέξει το δρόμο της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, με άνισο καταμερισμό του κόστους. Και το πιο τραγικό: είναι οι ίδιες ‘φωνές’ που στο παρελθόν ζητούσαν και στο μέλλον θα ζητήσουν τις ίδιες επιλογές πολιτικής για να βγει η χώρα από την κρίση, που αυτές οι πολιτικές προκαλούν. Δυστυχώς, για ακόμη μία φορά οι ‘φωνές’ αυτές λειτουργούν ως αντίλαλος των ‘θέλω’ των ‘αγορών’. Αδυνατούν να δραπετεύσουν από ένα μοντέλο σκέψης και συμπεριφοράς που καθοριστικά ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας, που έχει αποτύχει στην πράξη να δημιουργήσει αποτελεσματικούς μηχανισμούς ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας, τεχνολογικού μετασχηματισμού, απασχόλησης, καταπολέμησης της φτώχειας και των οικονομικών ανισοτήτων, ώστε να διασφαλιστούν συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προοπτικής.
Η άσχημη κατάσταση της οικονομίας μας και η κρίση του δημοσιονομικού συστήματος δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Η αποκατάσταση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας της πολιτικής οικονομίας της χώρας σε σημαντικό βαθμό θα κριθεί από την υπέρβαση της οικονομίας από τα ‘δίδυμα ελλείμματα’ (το δημοσιονομικό και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), με τη λήψη μέτρων που να οδηγήσουν την οικονομία σε διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά με δημοσιονομική προοπτική και κοινωνική συνοχή. Το πραγματικό δίλημμα δεν περιορίζεται απλά μεταξύ σταθεροποίησης ή ανάπτυξης, αλλά μεταξύ πολιτικών που εξυπηρετούν τα κερδοσκοπικά χρηματοπιστωτικά συμφέροντα και υπονομεύουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική σταθερότητα της χώρας, ή πολιτικών σε όφελος της κοινωνίας, με δίκαιη αναδιανομή και ανάπτυξη σε αντίθεση με τα ‘θέλω’ των αγορών.
Η επιτυχία της οικονομικής πολιτικής δεν θα κριθεί από την ικανοποίηση των κερδοσκοπικών πιστωτικών συμφερόντων. Ούτε από την προσωρινή χαλάρωση των πιστωτικών περιορισμών, που θα γίνουν πιο αυστηροί στην επόμενη κρίση αξιοπιστίας, αν δεν αντιμετωπιστούν οι πραγματικές παραγωγικές-διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Θα κριθεί από την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών μεταμόρφωσης του παραγωγικού – διαρθρωτικού μετασχηματισμού που θα θωρακίσουν την οικονομία στο μέλλον απέναντι στην απληστία των παγκοσμιοποιημένων αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Από τη διαμόρφωση δομών που θα διασφαλίζουν την ικανότητα της οικονομίας να μετασχηματίζεται με τρόπο που να βελτιώνει τη διεθνή θέσης της.
Η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης και της κρίσης ανταγωνιστικότητας προϋποθέτει παρεμβάσεις σε βασικούς πυλώνες της δομής της οικονομίας. Οι προτάσεις που στοχεύουν στην κατάργηση εργατικών δικαιωμάτων και στη μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων δεν απαντούν στα βασικά προβλήματα της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας συρρικνώθηκε από το 74% το 1990 στο 66% το 2006, το μοναδιαίο κόστος εργασίας βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρωζώνης. Η ανεργία αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς και πάνω από το 1/5 του πληθυσμού βρίσκεται πλέον στα όρια της φτώχειας.
Η υπέρβαση από την τρέχουσα δημοσιονομική κρίση περνάει μέσα από το μετασχηματισμό του φορολογικού συστήματος. Η σημερινή κρίση αποτυπώνει την αποτυχία της οικονομικής πολιτικής του παρελθόντος να διαμορφώσει ένα πραγματικά δίκαιο φορολογικό σύστημα. Η παραοικονομία, η τεράστια φοροδιαφυγή και φοροκλοπή, οι προκλητικές και οικονομικά αναποτελεσματικές φοροαπαλλαγές, η μεγάλη ανισότητα στη κατανομή του φορολογικού βάρους, η άνιση σχέση άμεσων/έμμεσων φόρων αποτελούν στο σύνολό τους θεμελιακή αιτία δημοσιονομικής ανισορροπίας, και της δραματικής υστέρησης των φορολογικών εσόδων έναντι της εξέλιξης των δαπανών. Τα χαρακτηριστικά αυτά επίσης αποκαλύπτουν την κοινωνική βάση της δημοσιονομικής κρίσης, που εντοπίζεται στις μη μισθωτές ομάδες του πληθυσμού. ¶μεσες παρεμβάσεις στη σύλληψη της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσουν σημαντικές ροές εσόδων, βελτιώνοντας αφενός την ικανότητα άμεσης χρηματοδότησης του δημόσιου ελλείμματος και αποπληρωμής τους χρέους, αφετέρου την πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας. Η σύλληψη της φοροδιαφυγής και η συστηματική δημοσιοποίηση των ροών από τη φοροδιαφυγή θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σταθερό πλαίσιο προσδοκιών που θα περιόριζε την κερδοσκοπία ως προς την πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας, ενώ θα συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία συνθηκών διατηρήσιμης και, κυρίως, κοινωνικά αποδεκτής δημοσιονομικής εξυγίανσης και προοπτικής.
Η ύπαρξη των ‘δίδυμων ελλειμμάτων’ προσεγγίζεται συνήθως μονομερώς από την πλευρά δηλαδή της αναποτελεσματικότητας του κράτους. Δεν είναι όμως αποτέλεσμα, μόνο, της αδιαφανούς και σπάταλης δημοσιονομικής διαχείρισης. Αποτυπώνουν κυρίως το ‘παραγωγικό’ έλλειμμα της οικονομίας και είναι έκφανση της οριακής βιωσιμότητας του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου.
Τα επιχειρήματα και οι υποθέσεις που συνοδεύουν τις ίδιες προσεγγίσεις περί αντισταθμίσματος ανάμεσα στις πραγματικές αμοιβές και την απασχόληση, όπως και ανάμεσα στις κοινωνικές λειτουργίες του κράτους και τις συνακόλουθες δαπάνες με την οικονομική αποτελεσματικότητα πηγάζουν είτε από την κυριαρχία μίας στατικής αντίληψης περί του συστήματος παραγωγής που δεν λαμβάνει υπόψη τη τεχνολογική δυναμική, είτε από μία σκόπιμη αποσιώπηση της ευθύνης του επιχειρηματικού τομέα να δεσμευτεί σε μία επενδυτική στρατηγική που θα κάνει τη σχέση ποιότητας/κόστους υπόβαθρο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η ενσωμάτωση της γνώσης και της καινοτομίας σε όλο το εύρος του παραγωγικού ιστού της χώρας είναι ουσιώδης παράμετρος της παραγωγικότητας και της ποιότητας που απαιτούνται για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας στις σημερινές διεθνοποιημένες οικονομίες. Όμως προϋποθέτουν την ύπαρξη επιχειρηματικής δυναμικής, η απουσία της οποίας βρίσκεται στον πυρήνα του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας.
Η ενίσχυση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας της χώρας δεν είναι ζήτημα μόνο στατιστικό, αλλά αναπτυξιακό. Η άμεση δέσμευση του επιχειρηματικού τομέα σε μία στρατηγική δημιουργίας μίας κρίσιμης μάζας δραστηριοτήτων ικανή να αποτελέσει τη βάση μετάβασης της οικονομίας σε ένα σύγχρονο, εξωστρεφή παραγωγικό δυναμικό, θα μπορούσε άμεσα να απελευθερώσει την οικονομία και την οικονομική πολιτική από την ‘ομηρία’ των αγορών. Θα δημιουργούσε θετικές προσδοκίες για την ικανότητα της χώρας να δημιουργήσει ροές εισοδήματος που θα διασφάλιζαν την φερεγγυότητα του κράτους ως προς την αποπληρωμή του χρέους. Η δέσμευση θα μπορούσε να πάρει τη μορφή ενός προγράμματος παραγωγικής αναδιάρθρωσης με συγκεκριμένους και ποσοτικά προσδιορισμένους στόχους, ως προς την άμεση αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων στην έρευνα και την τεχνολογία, στην απορρόφηση καινοτομιών, στην παραγωγή νέων, ανταγωνιστικών προϊόντων, και στην αύξηση της απασχόλησης. Το τραπεζικό σύστημα οφείλει να συμμετάσχει στην υλοποίηση του προγράμματος αναδιάρθρωσης, συμβάλλοντας στη μετάβαση της οικονομίας σε νέο μοντέλο ανάπτυξης. Και το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει παράλληλα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αμφισβητώντας αμέσως την αξιοπιστία της όποιας στατιστικής εκτίμησης για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ανάπτυξης θα μπορούσε περαιτέρω να ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική που θα έδινε το πρόγραμμα υπέρβασης και αναδιάρθρωσης του επιχειρηματικού τομέα, στοχεύοντας σε δράσεις που δημιουργούν απασχόληση.
Είναι πράγματι ανάγκη όλοι οι κοινωνικοί φορείς να συμβάλουν στην υπέρβαση της χώρας από τη δημοσιονομική και αναπτυξιακή δυσλειτουργία και κρίση και να δεσμευθούν σε άμεσες και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις που θα κατανέμουν ισότιμα το όφελος της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό που η τρέχουσα κρίση δεν επιτρέπει σε κανέναν είναι να παρεμβαίνει στη δημόσια συζήτηση, κομίζοντας προτάσεις και ιδέες που αφορούν στην κυβέρνηση, στο κράτος, στις ευθύνες των άλλων κοινωνικών ομάδων, ενώ δεν αναλαμβάνει τις δικές του ευθύνες και, κυρίως, δεν δεσμεύεται ως προς τις δικές του ενέργειες για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Η επιτυχία των πολιτικών που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της κοινωνίας και της ανάπτυξης της χώρας που δεν έχουν προεξοφλήσει οι ‘αγορές’, είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει τα κερδοσκοπικά χρηματοπιστωτικά κεφάλαια να ‘χάσουν το στοίχημα της χρεοκοπίας’ της Ελλάδας, και ν’ ανοίξει ένα νέο δρόμο, πιο αισιόδοξο, πιο δημοκρατικό, πιο δίκαιο στην ελληνική κοινωνία.
Αξιότιμε κε Πρόεδρε,
Οι απρόσωπες αγορές στο εξωτερικό βρίσκουν κοινό τόπο συνάντησης στο εσωτερικό με πολιτικές οι οποίες καταδικάστηκαν και «φωνές» οι οποίες επιμένουν να σας καλούν και να σας εγκαλούν να πάρετε και άλλα σκληρά και επώδυνα μέτρα για τους πολλούς, τους μη έχοντες και μη κατέχοντες.
Μέτρα προφανώς απαιτούνται αρκεί να είναι δίκαια, να μην οδηγούν την οικονομία σε ύφεση και ν’απευθύνονται στους υπαίτιους της κρίσης. Στους φοροφυγάδες και φοροκλέφτες, στην αμέτρως επιδοτούμενη και στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, στους ραντιέρηδες και τους κατόχους ή χρήστες εξωχωρίων εταιριών. Σ’όλους αυτούς οι οποίοι ενώ ευθύνονται για την κρίση σπεύδουν να επωφεληθούν και να κερδοσκοπήσουν εξ’αυτής.
Όσοι επιμένουν στη συνέχιση των πολιτικών που ευθύνονται για την κρίση με επίκληση των «αγορών» καλό είναι να τους υπενθυμίσετε ως εκλεγμένος Πρωθυπουργός με πρόσφατη ισχυρή λαϊκή εντολή ότι εκτός από τις αγορές υπάρχουν οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους.
Οι άνθρωποι δημιουργούν τις αγορές δεν υποτάσσονται σ’αυτές.

Γιάννης Παναγόπουλος
Πρόεδρος ΙΝΕ-ΓΣΕΕ

 

Ετικέτες

Κοινοποίηση: