4/10/23
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΗΣ ΓΣΕΕ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Στο πλαίσιο του ετήσιου ελέγχου εφαρμογής των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας, η ΓΣΕΕ υπέβαλε εκτενή έκθεση στον εποπτικό μηχανισμό της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ζητώντας την αποκατάσταση του θεσμικού πλαισίου ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων που αποτελεί σταθερή προτεραιότητα και μοχλό για την πλήρη επαναφορά όλων των συλλογικών δικαιωμάτων που αποδομήθηκαν, “πάγωσαν” ή καταργήθηκαν υπό τους επαχθείς όρους που επέβαλε η τρόικα των πιστωτών της Ελλάδας αλλά και από μεταγενέστερες κυβερνητικές παρεμβάσεις.
Επικαιροποιώντας πρωθύστερές της προσφυγές, η Γενική Συνομοσπονδία στο κεφάλαιο 2 της προσφυγής της:
Στην παρούσα προσφυγή, η ΓΣΕΕ επίσης εκθέτει εμπεριστατωμένα τα προβλήματα εφαρμογής των επικυρωμένων από την Ελλάδα ΔΣΕ που καλύπτουν την πολιτική απασχόλησης(ΔΣΕ 122) και τους φορείς προώθησης της απασχόλησης (ΔΣΕ 88), την ισότητα στην αμοιβή (ΔΣΕ 100), την απαγόρευση των διακρίσεων (ΔΣΕ 111), την προώθηση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων (ΔΣΕ 187) και την βία και την παρενόχληση στην εργασία (ΔΣΕ 190).
Η μετάφραση του 2ου κεφαλαίου της προσφυγής που αφορά τη ΔΣΕ 98
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΗΣ ΓΣΕΕ ΣΤΟΝ ΕΠΟΠΤΙΚΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 98.
Επικαιροποιώντας προηγούμενες προσφυγές της στη ΔΟΕ, η ΓΣΕΕ τονίζει ότι η αποκατάσταση του θεσμικού πλαισίου ελεύθερων και απρόσκοπτων συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα αποτελεί σταθερή προτεραιότητα και μοχλό για την πλήρη επαναφορά όλων των συλλογικών δικαιωμάτων που αποδομήθηκαν, πάγωσαν ή καταργήθηκαν υπό τους επαχθείς όρους που επέβαλε η τρόικα των πιστωτών της Ελλάδας ως μηχανισμό αντιμετώπισης της κρίσης.
Η Συνομοσπονδία υπογραμμίζει επίσης ότι πρόσφατες οικονομικές και άλλες εξελίξεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο προσδίδουν επείγον χαρακτήρα στην παρούσα προσφυγή καθώς:
Από το 2010, οι Έλληνες εργαζόμενοι γίνονται μάρτυρες της σταδιακής και σταθερής διάλυσης του θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων και τη συνεπακόλουθη απώλεια κεκτημένων δικαιωμάτων. Η επιδίωξη για την αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και την εξάλειψη των εργασιακών θεσμών αποτέλεσε ρητό δεδηλωμένο στόχο της θεραπείας σοκ που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και επιτεύχθηκε με διαδοχικές μόνιμες, και μη μετρήσιμες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες θεσπίστηκαν χωρίς προηγούμενο διάλογο ή διαβούλευση κατά παράβαση των διεθνών προτύπων εργασίας και διεθνών συμβάσεων τις οποίες έχει επικυρώσει η Ελλάδα.
Πιο αναλυτικά, το κυρίαρχο πρόβλημα που επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των Ελλήνων εργαζόμενων αλλά και τη θεσμική υπόσταση των συνδικάτων απορρέει από διαδοχικούς περιορισμούς οι οποίοι επιβλήθηκαν από το 2010 και παραμένουν σε ισχύ μέχρι σήμερα, εφαρμόζοντας μονομερή μέτρα αναδιάρθρωσης, με αιχμή την κατάργηση με νομοθετικές παρεμβάσεις από την πλευρά του Κράτους του θεμελιώδους συλλογικού δικαιώματος των εθνικών κοινωνικών εταίρων να καθορίζουν με ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις τον κατώτατο μισθό και τους όρους εργασίας μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Συγκεκριμένα, με τον νόμο 4093/2012, το Κράτος παρενέβη άμεσα και μονομερώς στη συλλογική αυτονομία, στοχεύοντας το σύστημα της ΕΓΣΣΕ για να επιβάλλει ένα νέο σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού που τέθηκε σε ισχύ την 1-4-2013. Πιο αναλυτικά, ακυρώνοντας το άρθρο 8, παρ. 1 του Ν. 1876/90, το Κράτος κατήργησε την δεσμευτική ισχύ (καθολική εφαρμογή) των ΕΓΣΣΕ και επέβαλε νέα διάταξη σύμφωνα με την οποία η ΕΓΣΣΕ θα καθορίζει μη μισθολογικά θέματα που θα ισχύουν για όλους τους εργαζόμενους σε όλη τη χώρα. Στην περιορισμένη νέα εμβέλεια της ΕΓΣΣΕ και εν γένει των ΣΣΕ επιτρέπεται ο καθορισμός μισθολογικών θεμάτων και επιδομάτων (π.χ. επίδομα γάμου), τα οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερα από τα προβλεπόμενα από τις κρατικές διατάξεις και είναι δεσμευτικά μόνο για τους εργαζόμενους των επιχειρήσεων που είναι ενταγμένες στις υπογράφουσες εργοδοτικές οργανώσεις.
Όπως τονίζεται στις πολλαπλές προσφυγές της ΓΣΕΕ στον εποπτικό μηχανισμό της ΔΟΕ από το 2010 και μετά, και μεταξύ άλλων, στις παρατηρήσεις μας στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την Εφαρμογή των Προτύπων σχετικά με τα Συμπεράσματα που υιοθετήθηκαν κατά την 107η Σύνοδο από την Επιτροπή για την Εφαρμογή των Προτύπων (Έκθεση 9Β, Μέρος Δεύτερο), οι παραβιάσεις της υφιστάμενης διαμόρφωσης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα:
α. Έχουν περιορίσει την κύρια έκφραση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και της συλλογικής αυτονομίας που ασφαλώς εδράζεται στη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας καθώς και στον σεβασμό και την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων από τα υπογράφοντα μέρη, με τη δέουσα συνέπεια στην ορθή εφαρμογή των βασικών διεθνών συμβάσεων 87, 98 και 154 της ΔΟΕ.
β. Έχουν ουσιαστικά περιορίσει τη θεσμική και οικονομική ισχύ της ΕΓΣΣΕ, η οποία στηρίζεται στον νομικά δεσμευτικό της χαρακτήρα, καθορίζοντας οριζόντια ελάχιστα όρια για τους όρους αμοιβής και εργασίας, τα οποία επεκτείνονται στις συλλογικές συμβάσεις που έχουν υπογραφεί βάσει του Ν. 1876/90 και καλύπτουν όλες τις σχέσεις εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων υπηρεσιών για τους εργαζόμενους με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Επιπλέον, όλες οι ΕΓΣΣΕ έχουν χρησιμεύσει ως πιλοτική συμφωνία για όλους τους τύπους συλλογικών συμβάσεων, το περιεχόμενο των οποίων επηρεάζουν άμεσα.
γ. Η αποδυνάμωση της ΕΓΣΣΕ με την αφαίρεση της δυνατότητάς της να καθορίζει τον γενικό κατώτατο μισθό όχι μόνο υποβαθμίζει έναν βασικό θεσμό της αγοράς εργασίας, αλλά συνεπάγεται και την υποβάθμιση των εθνικών κοινωνικών εταίρων που την υπογράφουν: των συνδικάτων και των εργοδοτικών οργανώσεων.
δ. Ειδικότερα, η διαπραγματευτική δυνατότητα της ΓΣΕΕ και των οργανώσεων-μελών της έχει μειωθεί δραστικά, αποστερώντας κρίσιμα εργαλεία που απαιτούνται για την προστασία και την προώθηση των συμφερόντων των μελών τους, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας παρακολούθησης και παρέμβασης σε θέματα που άμεσα αφορούν τον δέοντα σεβασμό και την εφαρμογή των διεθνών Συμβάσεων που εξετάζονται στο τρέχοντα κύκλο αναφοράς της ΔΟΕ.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ΓΣΕΕ
2. Πρόσφατες εξελίξεις που αναδεικνύουν τον επείγοντα χαρακτήρα της επαναφοράς των καταργηθέντων συλλογικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα
Το προαναφερόμενο συνοπτικό σκεπτικό αποκτά επείγοντα χαρακτηριστικά καθώς αλληλένδετες οικονομικές και άλλες εξελίξεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο επηρεάζουν αρνητικά τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργαζομένων αναδεικνύοντας τη άμεση ανάγκη επαναφοράς των συλλογικών δικαιωμάτων και του πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων που αποτελούν προϋπόθεση για την αποτροπή της περαιτέρω οικονομικής και θεσμικής αποδυνάμωσης των εργαζομένων στην Ελλάδα καθώς και για την ορθή και απρόσκοπτη θεσμική της λειτουργία της Συνομοσπονδίας και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της προς τα μέλη της.
Πιο αναλυτικά, στον απόηχο της πανδημικής κρίσης, η κρίση του κόστους ζωής στην Ελλάδα έχει μειώσει σημαντικά την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, θέτοντας πολλές οικογένειες, ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες, σε κίνδυνο προϊούσας υλικής στέρησης. Συνολικά, οι μακροχρόνιες οικονομικές συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών έχουν επιταθεί από τον αντίκτυπο της «πανδημικής» επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε συνθήκες απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Το πληθωριστικό σοκ που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά καταδεικνύει την καθοδική πορεία της αγοραστικής δύναμης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης των μισθωτών. Ελλείψει αποτελεσματικών παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής, η σωρευτική διάβρωση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων και ο κίνδυνος αύξησης των ανισοτήτων απειλούν την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της Συνομοσπονδίας ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η πληθωριστική κλιμάκωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ενεργειακή κρίση και τον ενεργειακό πληθωρισμό, καθώς και στην οριζόντια διάχυσή του σε όλη την ελληνική οικονομία. Αξίζει να επισημανθεί, ότι τόσο σε ό,τι αφορά τους οικιακούς καταναλωτές όσο και στους μη-οικιακούς, η Ελλάδα κατέγραψε τις υψηλότερες τιμές. Ταυτόχρονα, το 2021 τα υψηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης του κόστους στέγασης στις πόλεις παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα με 32,4%, στη Δανία με 21,9% και στην Ολλανδία με 15,3%.
Η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών και στο βιοτικό τους επίπεδο. Το 2022, η ελληνική οικονομία αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή των τελευταίων 25 ετών. Μέσα σε έναν χρόνο, σημειώθηκε αύξηση 6,2%, η οποία με τη σειρά της μεταφράζεται σε απώλεια αγοραστικής δύναμης για τους εργαζόμενους άνω του 12% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2021. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, από τον Απρίλιο του 2022, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι περίπου στο 19%. Ιδιαίτερα πλήττονται τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα μικρότερο από 750 ευρώ, όπου ο συνδυασμός των αυξήσεων των τιμών κυρίως στα βασικά αγαθά, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα, με τα χαμηλά εισοδήματα δυσανάλογα εκτοξεύει την απώλεια αγοραστικής δύναμης σε ποσοστό που φτάνει το 40%.
Δεδομένου ότι το επίπεδο του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι κάτω από το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, είναι σαφές ότι η κρίση του κόστους ζωής έχει συρρικνώσει δραματικά το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και των οικογενειών τους. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι χειρότερες για όσους εργάζονται σε άτυπες μορφές απασχόλησης λόγω των δυσανάλογων επιπτώσεων της αύξησης των τιμών στα χαμηλά εισοδήματα. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης επηρεάζει άμεσα και αρνητικά τη δυναμική της κατανάλωσης και της ανάπτυξης εγκαινιάζοντας μια περίοδο εξασθένησης του βασικού ενδογενούς προσδιοριστικού παράγοντα της σταθερότητας και της δυναμικής της στην ελληνική οικονομία.
Οι εξελίξεις αυτές αποκαλύπτουν την απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών έγκαιρης αντιμετώπισης συγκυριών οικονομικής κρίσης και την αδυναμία προσαρμογής με βάση αξιόπιστους θεσμικούς μηχανισμούς στην αγορά εργασίας.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και αντιμετωπίζουν πολλαπλές στερήσεις είναι 46%, το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχεδόν ένας στους δύο εργαζόμενους είναι ακόμη πιο ευάλωτος στη συνεχή αύξηση των τιμών και στη μείωση της αγοραστικής του δύναμης, ενώ ο σημερινός κατώτατος μισθός καλύπτει μόνο το 60% περίπου των αναγκών που ορίζουν το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, αποτελώντας και σε αυτή την περίπτωση τη χειρότερη ευρωπαϊκή επίδοση.
Την εικόνα συμπληρώνει ένα από τα χειρότερα ποσοστά κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων (14%), το οποίο απέχει 56 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες από τον στόχο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2019 για όλα τα Κράτη-Μέλη.
Η βίαιη «εξουδετέρωση» της διαδικασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, με την επίκληση μιας προσχηματικής «μείωσης του κόστους εργασίας», έχει ουσιαστικά στερήσει από την ελληνική οικονομία σημαντικά στοιχεία ανθεκτικότητας και διάρκειας, τα οποία πρέπει να διαφυλαχθούν πάση θυσία. Οι συνέπειες αυτών των μονομερών πολιτικών επιλογών γίνονται τώρα περαιτέρω και άμεσα εμφανείς μέσω της άνισης κατανομής των επιπτώσεών τους, ιδίως μεταξύ των πιο ευάλωτων ομάδων.
Σε αυτό το πλαίσιο, και υπό το φως των παραβιάσεων θεμελιωδών συλλογικών δικαιωμάτων που εκτέθηκαν προηγουμένως, ο κατώτατος μισθός που απορρέει από ελεύθερες διαπραγματεύσεις και την σύναψη σχετικών συμφωνιών αναδεικνύεται ως βασικό θεσμικό εργαλείο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και της οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη ότι οι μισθολογικές αυξήσεις μειώνονται, ιδίως για τις τριετείς συμβάσεις που έχουν παγώσει ως συνέπεια των μνημονιακών μέτρων, με αποτέλεσμα την αδυναμία προσαρμογής των ονομαστικών μισθών στις μεταβολές των τιμών και άλλων βασικών οικονομικών μεταβλητών.
Η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει ότι ο πρωταρχικός στόχος του θεσμού του κατώτατου μισθού είναι ο καθορισμός ενός ελάχιστου βιοτικού επιπέδου, το οποίο είναι κοινωνικά αποδεκτό σε δημοκρατίες, ιδιαίτερα για όσους βρίσκονται στη χαμηλότερη κατηγορία κατανομής των μισθών. Για τη ΔΟΕ (2022) ο κατώτατος μισθός αποτελεί μηχανισμό προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης με σημαντική συμβολή στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αξίζει να θυμίσουμε ότι η Διακήρυξη της ΔΟΕ για το Μέλλον της Εργασίας – με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας από την ίδρυσή της – υπογραμμίζει τη σημασία της προστασίας των εργαζομένων μέσω του καθορισμού ενός «επαρκούς κατώτατου μισθού» (ΔΟΕ, 2019), ενώ τονίζει τον βασικό ρόλο του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων στον καθορισμό του. Επιπλέον, σε επίπεδο ΕΕ, κατά τα τελευταία δύο χρόνια, ο κατώτατος μισθός βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης και σχετικών συστάσεων και πρωτοβουλιών που εμφατικά τονίζουν την ανάγκη να καταβάλλονται στους εργαζομένους δίκαιοι και επαρκείς κατώτατοι μισθοί, προωθώντας έτσι τα δικαιώματά τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των εργαζομένων σε δίκαιες συνθήκες εργασίας.
Η αξιοπρεπής διαβίωση των εργαζομένων αποτελεί όρο που ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη στρατηγική μιας χωρίς αποκλεισμούς, βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης όπως καθορίζεται στην Ατζέντα 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, για την εφαρμογή της οποίας έχει δεσμευτεί και η Ελλάδα. Η Ατζέντα 2030 αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της πλήρους απασχόλησης, της ισότητας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων ανισοτήτων. Υποστηρίζει ότι αξιοπρεπείς μισθοί έχουν θετικό αντίκτυπο στο εισόδημα και τα επίπεδα κατανάλωσης των νοικοκυριών, συμβάλλουν στη μείωση των διακρίσεων σε βάρος των νέων και των γυναικών, αντιμετωπίζουν τη φτώχεια και τις οικονομικές ανισότητες, συμβάλλουν στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και περιορίζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Η παράβλεψη αυτών των αρχών με τον μονομερή καθορισμό από το Κράτος του επιπέδου του κατώτατου μισθού, αποδυναμώνει και υπονομεύει τον ίδιο τον θεσμό που είναι ζωτικής σημασίας για την κοινωνική συνοχή και μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.
Η ανεπαρκής αύξηση μονομερώς από το Κράτος του ονομαστικού κατώτατου μισθού κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιανουάριο του 2021 είχε αμελητέο θετικό αντίκτυπο, βελτιώνοντας την κατάσταση μόνο κατά 0,2 μονάδες (12,01% αντί για 12,03%). Αυτό σημαίνει ότι η αυτή η αύξηση ήταν πολύ μικρή, ήρθε πολύ αργά και σε κάθε περίπτωση υπολειπόταν δυσανάλογα από τη σοβαρότητα της κατάστασης. Προπάντων, αυτή η αύξηση δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη να αποκατασταθεί η λειτουργία των διαδικασιών καθορισμού των μισθών, ιδίως του κατώτατου μισθού, μέσω της διαπραγμάτευσης και της σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σύμφωνα με βασικές Συμβάσεις της ΔΟΕ.
Εν συντομία, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αποτελεί μισθό φτώχειας που δεν είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ενώ παραμένει πλήρως αποσυνδεδεμένος ως οικονομική παράμετρος από την πραγματική οικονομία. Με άλλα λόγια, όχι μόνο οι εργαζόμενοι παραμένουν σε οικονομική αποδυνάμωση, αλλά ένας μοχλός παραγωγικής ανάπτυξης και οικονομικής προσαρμογής έχει ασυλλόγιστα καταστεί αναποτελεσματικός. Την ίδια στιγμή που οι ευρωπαϊκές οικονομίες ως μέσο θωράκισης του παραγωγικού τους ιστού απέναντι στην κρίση της ανασφάλειας προέβλεπαν γενναίες αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς (15% στην περίπτωση της Γερμανίας, συμφωνία μεταξύ συνδικάτων, εργοδοτικών ενώσεων και κυβέρνησης στην Ισπανία κ.ο.κ.), στην Ελλάδα η κληρονομιά των όρων της τρόικας εξακολουθεί να ρίχνει τη σκιά της στην αξιοπρεπή εργασία και τις αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης.
Ειδικότερα, η ΓΣΕΕ ζητά εδώ και καιρό την περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με την επαναφορά των τριετών προσαυξήσεων που έχουν παγώσει από το 2012, ενώ η Συνομοσπονδία δεν έπαψε ποτέ να απαιτεί την αποκατάσταση του δικαιώματος καθορισμού των κατώτατων μισθών από τους κοινωνικούς εταίρους με συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Η ΓΣΕΕ με αίσθημα ευθύνης επεξεργάστηκε από το 2022 συνεκτικές και ρεαλιστικές προτάσεις με στόχο την ανασύσταση του μηχανισμού καθορισμού των μισθών, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης αύξησης του κατώτατου μισθού καθώς και της αύξησης του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών. Το 2023, με την κυβερνητική εξαγγελία για μονομερή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,4% στα 780 ευρώ από τον Απρίλιο, η ΓΣΕΕ επανέλαβε τη θέση της ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να είναι στο 60% του διάμεσου μισθού και να προσαρμόζεται στον πληθωρισμό, προτείνοντας 826 ευρώ, ζητώντας τον καθορισμό του με εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας. Κατ’αναλογία, η αύξηση της κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων εργασίας μόνο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες θα αύξανε το πραγματικό ΑΕΠ κατά 0,38% και 0,13% το 2022 και το 2023 αντίστοιχα.
Η συνδυασμένη αύξηση του κατώτατου μισθού και του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων θα έφερνε αξιοσημείωτα μακροοικονομικά αποτελέσματα με περαιτέρω θετικά αποτελέσματα στο φορολογικό σύστημα και την αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με αναλύσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ένας κατώτατος μισθός 826 ευρώ, πέραν του ότι το ποσό αυτό υπερβαίνει το όριο της φτώχειας σήμερα στη χώρα μας, θα προκαλέσει θετική επιβάρυνση του ΑΕΠ κατά 1%, με θετικό αντίκτυπο τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην απασχόληση, μειώνοντας την υλική στέρηση των εργαζομένων κατά 2,5% και διατηρώντας την αγοραστική ικανότητά τους.
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση απαιτεί άμεση και θαρραλέα δράση για την αποκατάσταση των μηχανισμών ενίσχυσης της οικονομίας. Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού με συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδα που προσεγγίζουν το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης αποτελεί έναν τέτοιο μηχανισμό θωράκισης ο οποίος επιβάλλεται να ανασυσταθεί άμεσα. Αντιθέτως, η διαιώνιση της αδράνειας και της αναβλητικότητας στη λήψη αποφάσεων θα συνεχίσει να στερεί πόρους από την οικονομία και την κοινωνία, βλάπτοντας την κοινωνική συνοχή σε μια περίοδο που περισσότερο από ποτέ επιβάλλει τη διαφύλαξη της.
Κλείνοντας, η ΓΣΕΕ προσβλέπει σε ένα ισχυρό μήνυμα που θα μεταφερθεί από τα εποπτικά όργανα της ΔΟΕ στην κυβέρνηση της Ελλάδας για την αποκατάσταση του θεσμικού πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων και την επιτακτική ανάγκη σεβασμού θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων ως ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την κατάρτιση και την εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής στρατηγικής.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ