ΑΡΘΡΟ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΓΣΕΕ ΣΤΗΝ «FM VOICE« – 28.9.2020
Πάγια θέση της ΓΣΕΕ, δυστυχώς επιβεβαιωμένη με τα «μαύρα» στοιχεία της μνημονιακής περιόδου, είναι ότι ο στόχος της ανάταξης της οικονομίας θα πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται με τον στόχο της ανάταξης της κοινωνίας και η διαδικασία αυτή επιβάλλεται να γίνει απαρέγκλιτα με όρους οικονομικής, αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, έχουν αρκετά κενά και αρκετούς βαθμούς αβεβαιότητας. Η αναπτυξιακή πρόκληση, που αφορά την αντιμετώπιση της πολυεπίπεδης αβεβαιότητας και την επίτευξη υψηλού βαθμού συνοχής μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων, καθώς επίσης και η διασφάλιση της δημοσιονομικής φερεγγυότητας της χώρας πρέπει να συνδυάζεται με την πράσινη μετάβαση, τη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος και τη μικρότερη δυνατή εξάρτηση από τις παγκόσμιες αγορές καταναλωτικών, επενδυτικών, υγειονομικών και αμυντικών αγαθών. Διαμορφώνεται μια νέα εποχή στην παγκόσμια πολιτική οικονομία στην οποία ο αναπτυξιακός μετασχηματισμός της εθνικής οικονομίας οφείλει να στοχεύει σε μια υψηλότερη οικονομική αυτονομία ως προϋπόθεση της εξωστρέφειάς της.
Με αποσπασματικές παρεμβάσεις «κατευνασμού» κάποιων κοινωνικών κατηγοριών, όπως είναι μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, θεωρώ ότι προσεγγίζουμε εσφαλμένα το πρόβλημα, διότι αφενός τέτοιου τύπου αποφάσεις δεν θα έχουν καμία απολύτως ανταπόκριση στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και άρα δεν θα ενισχυθεί ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, αφετέρου θα επιφέρουν τεράστια αρνητικά αποτελέσματα στους πόρους του ΟΑΕΔ, περιορίζοντας τα προγράμματα κατάρτισης του Οργανισμού και τις πολιτικές ενίσχυσης της απασχόλησης. Αποτέλεσμα αυτών θα είναι ο ΟΑΕΔ να κινδυνεύει να μετατραπεί σε «υποδιεύθυνση» του υπουργείου Εργασίας, ενώ μια τέτοια εξέλιξη θα παραδώσει το σημαντικό έργο χάραξης και ενίσχυσης των πολιτικών απασχόλησης στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Από την άλλη, «η μπάλα επιστρέφει στην εξέδρα» γι’ άλλη μια φορά, με νέες δηλώσεις για αναθεώρηση του ατομικού και συλλογικού εργατικού δικαίου, με αιχμή του δόρατος το συνδικαλιστικό νόμο. Καταρχήν, οφείλουμε να πούμε ότι τόσο τη μνημονιακή περίοδο, όσο και την περίοδο της πανδημίας, οι εργασιακές σχέσεις έγιναν «λάστιχο». Το ατομικό και συλλογικό εργατικό δίκαιο βρέθηκε στο επίκεντρο των εφαρμοζόμενων πολιτικών, στο όνομα πάντα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας, δίχως βεβαίως πρακτικά αποτελέσματα στην ίδια την κοινωνία και την οικονομία.
Ειδικά την μνημονιακή περίοδο, οι ελληνικές επιχειρήσεις όχι μόνο δεν έγιναν ανταγωνιστικές έναντι των πολυεθνικών τους αντιπάλων, αλλά έκλεισαν κατά χιλιάδες. Συντελέστηκε μια βίαιη αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των μικρών και μεσαίων και υπέρ των μεγάλων και ισχυρών. Οπότε, το να επανερχόμαστε και να δοκιμάζουμε εκ νέου συνταγές αποτυχημένες, μάλλον άλλες σκοπιμότητες εξυπηρετεί.
Σε ό,τι αφορά το συνδικαλιστικό νόμο, έχω ξαναπεί ότι ο νόμος 1264 πέρα από τον ιστορικό και εμβληματικό του χαρακτήρα αποτελεί υπόδειγμα δημοκρατικού νομοθετήματος. Η κυβέρνηση, οφείλει, εφόσον διεκδικεί μια θέση στο βάθρο των θετικών υποδειγμάτων νομοθέτησης, να προχωρήσει φιλελεύθερα, προοδευτικά, δημοκρατικά, συναινετικά και με διάθεση πραγματικού εκσυγχρονισμού και διαφάνειας. Τα μέτρα που αφορούν την εσωτερική λειτουργία των συνδικάτων, όπως μητρώα και ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, πρέπει να είναι προϊόν διαλόγου και συναίνεσης και να κατατείνουν πραγματικά σε διαφάνεια κι όχι αυτά που διαβάζουμε ότι προωθούνται, τα οποία είναι εντελώς ανεπεξέργαστα και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε εντάσεις.
Είναι όντως απαίτηση να οδηγηθούμε σε ένα συνδικαλιστικό βιβλιάριο (πιθανότητα ηλεκτρονικό), ώστε τότε να υπάρχει πλήρως εξυγιασμένη η λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος. Είναι όντως απαίτηση να συζητήσουμε στο εσωτερικό μας και να δούμε πως θα επιλύσουμε παθογένειες ετών και πως θα ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της νέας εποχής της απόλυτης ψηφιοποίησης, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης, που επιτακτικά μας χτυπά την πόρτα. Αυτά τα συζητάμε. Αυτό που δεν συζητούμε είναι σκέψεις για περεταίρω περιορισμό δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Αν θέλουμε να δούμε την εργασιακή πραγματικότητα, ας επικεντρωθούμε στα ουσιαστικά ζητήματα, για τα οποία όντως χρειάζονται ρυθμίσεις. Π.χ. την περίοδο του lockdown, αλλά και μετά, ένα σημαντικό τμήματα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως στον τριτογενή τομέα και στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, εργάστηκε μέσω τηλεργασίας. Πρόκειται για μια μορφή απασχόλησης που θα μας απασχολήσει πολύ στο επόμενο διάστημα, καθώς αγγίζει σύνθετα στοιχεία των εργασιακών σχέσεων, της οργάνωσης της εργασίας και του εργατικού δίκαιου.
Αντιλαμβάνεστε ότι το θέμα μιας θεσμικά αρρύθμιστης τηλεργασίας έχει πολύ σημαντικές προεκτάσεις στην προσωπική και οικογενειακή ζωή των εργαζομένων. Το θεσμικό και πολιτικό ζητούμενο το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα αφορά τη δυνατότητα της οικονομίας να μεταβεί σε ένα καθεστώς θεσμικά ρυθμισμένης τηλεργασίας, ώστε να περιοριστούν φαινόμενα εργασιακής επισφάλειας και παραβατικής συμπεριφοράς.
Εμείς ως συνδικάτα κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου για το νέο τοπίο εργασιακών σχέσεων που διαμορφώνεται στη μετα-covid εποχή. Και δεν το κάνουμε «εκ καθήκοντος» ή λόγω κάποιας ιδεοληπτικής- συντεχνιακής προσέγγισης. Το κάνουμε διότι η σύγχρονη ιστορία της χώρας και η περιδίνηση της κοινωνίας στις συνέπειες της μονιμοποίησης αλλεπάλληλων «έκτακτων, επειγόντων, πρόσκαιρων» μέτρων περιορισμού του δικαιώματος στην εργασία και στην κοινωνική ασφάλιση, έχουν καταδείξει περίτρανα ότι η οικονομία δεν πρόκειται ποτέ να αναταχθεί χωρίς να συνοδεύεται από την ενίσχυση του κοινωνικού ιστού, που απαιτεί την αποφασιστική αντιμετώπιση της εργασιακής εκμετάλλευσης και της κατάχρησης της ανάγκης για εργασία.
Η ΓΣΕΕ, με πλήρη επίγνωση της ανάγκης λήψης των αναγκαίων μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού, έχει επανειλημμένα και δημόσια προειδοποιήσει -και δυστυχώς στην πράξη έχει επιβεβαιωθεί- ότι η απορρύθμιση των ήδη κατεσταλμένων δικαιωμάτων των εργαζομένων οδηγεί στην εμπέδωση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, με σοβαρότατες οικονομικές, κοινωνικές και υγειονομικές επιπτώσεις, τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο.
Η κοινή λογική και η μη συγκάλυψη των δεδομένων της ελληνικής εργασιακής πραγματικότητας (έκρηξη αδήλωτης και ψευδώς δηλωμένης εργασίας, κατάχρηση αναστολών, κατάχρηση τηλεργασίας/εξ αποστάσεως, καταχρηστική ένταξη στα προγράμματα στήριξης) είναι αποκαλυπτικά ως προς το ότι η λειτουργία ή η επαναλειτουργία των επιχειρήσεων πρέπει και μπορεί να βασιστεί στην πλήρη απασχόληση και να στηριχθεί σε ενιαίους κανόνες αμοιβής και εργασίας, μέσα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, με ειδικούς πλέον όρους για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων ανά κλάδο και επάγγελμα.
Γι’ αυτό το λόγο, με έμφαση επισημαίνουμε ότι πρέπει να κλείσουν τα ρυθμιστικά ή ερμηνευτικά κενά στη νομοθεσία των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, που έχουν οδηγήσει σε πρακτικές ασύδοτης οικονομικής εκμετάλλευσης της υγειονομικής συγκυρίας σε βάρος των εργαζομένων και έχουν εξαιρέσει μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων από την εφαρμογή μέτρων είτε οικονομικής ή/και κοινωνικοασφαλιστικής ενίσχυσης και κάλυψης, είτε ειδικής υγειονομικής μεταχείρισης.
Επιβάλλεται να αποτραπεί το πολυμορφικό κύμα θεσμικής επισφάλειας και εργοδοτικής παραβατικότητας και των πρακτικών κοινωνικού ντάμπινγκ, αλλά και αθέμιτου ανταγωνισμού.
Βεβαίως, είναι επιτακτικός ο σχεδιασμός εξειδικευμένων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, για την ενίσχυση των εργαζομένων και των ανέργων και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους, με εξειδίκευση σε περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο είναι απολύτως αναγκαία. Ο σχεδιασμός αυτός δεν μπορεί να στηρίζεται μονοδιάστατα στην οριζόντια αναντιστοιχία δεξιοτήτων, διότι αυτή εντοπίζεται σε πολύ συγκεκριμένους τομείς και δεν κατανέμεται ισότιμα στο σύστημα.
Για την αποτελεσματική, ποιοτική και δίκαιη ανάπτυξη ενός συστήματος αναβάθμισης των προσόντων του εργατικού δυναμικού χρειάζεται μια τολμηρή διατύπωση ενός συνολικού στρατηγικού σχεδίου, αλλά και μια περισσότερο ισορροπημένη τοποθέτηση μεταξύ του κόσμου της εργασίας και των επιχειρήσεων.