Άρθρο των Λούκα Βισεντίνι Γενικού Γραμματέα Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), Λοράν Μπερζέ Προέδρου ΣΕΣ, Γιάννη Παναγόπουλου Προέδρου ΓΣΕΕ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει την πιο βαθιά ύφεση στην ιστορία της και οι αποφάσεις των Ευρωπαίων ηγετών θα έχουν πραγματικές συνέπειες για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και για το μέλλον της ίδιας της Ευρώπης, οι οποίες είναι αλληλένδετες.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκονται μπροστά σε μια ιστορική επιλογή τρόπων τερματισμού μιας υγειονομικής κρίσης, η οποία μετατρέπεται σε οικονομική και κοινωνική κρίση: πρέπει να αντλήσουν διδάγματα από το 2008 ώστε να επιλέξουν μια ανάκαμψη που θα στηρίζεται στην αλληλεγγύη και τη βιωσιμότητα ή θα επιλέξουν πάλι τη λιτότητα και το ένστικτο βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης που συνεπάγεται τον κίνδυνο μιας μακροπρόθεσμης διάσπασης;
Η εμπιστοσύνη του κόσμου στην Ε.Ε μειώθηκε σε όλα τα κράτη μέλη μετά την οικονομική κρίση, με δραματική πτώση στις χώρες που επλήγησαν πιο σκληρά από τα καθεστώτα λιτότητας που κόστισαν θέσεις εργασίας, περιέκοψαν μισθούς και υπονόμευσαν την περίθαλψη της υγείας και τις δημόσιες υπηρεσίες. Ακόμα και τώρα δεν έχουμε ανακάμψει πλήρως από αυτή την κρίση ενώ τα αποτελέσματα αυτού του νέου σοκ αρχίζουν να φαίνονται.
Κατά το πρώτο τρίμηνο αυτού του έτους, το ΑΕΠ της Ε.Ε βίωσε τη μεγαλύτερη μείωση μέσα σε 30 χρόνια, ενώ ο αριθμός των ατόμων σε εργασία μειώθηκε για πρώτη φορά από το 2013. Σχεδόν 60 εκατομμύρια εργαζόμενοι απολύθηκαν ή βρέθηκαν σε προσωρινή ανεργία και εκατομμύρια επιχειρήσεις, κυρίως ΜΜΕς, κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν. Το πόσες από αυτές τις θέσεις εργασίας και τις επιχειρήσεις θα χαθούν οριστικά εξαρτάται από την πολιτική απάντηση στην κρίση.
Για το λόγο αυτό, οι ηγέτες πρέπει να στηρίξουν την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα ταμείο ανάκαμψης ύψους 750 δισ., με τα δυο τρίτα από το ποσό αυτό να έχουν τη μορφή επιδοτήσεων περισσότερο παρά δανείων, προκειμένου να μην δημιουργηθεί πρόσθετο μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και να υπάρξει ένας νέος προϋπολογισμός της Ε.Ε αρκετά μεγάλος για να αντιμετωπίσει τις μελλοντικές προκλήσεις.
Εάν το πράξουν αυτό και συνεχίσουν με την ανάληψη ευφυούς εθνικής δράσης, που θα στηρίζεται από τη συγκεκριμένη χρηματοδότηση της Ε.Ε, θα μπορούσαν να σωθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας και να δημιουργηθούν νέες ποιοτικές ,ενώ η δημόσια επένδυση θα μπορούσε να αυξηθεί κατά ένα τρίτο – γεγονός που αποτελεί σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με μια μαζική υποστήριξη της εσωτερικής οικονομικής ζήτησης και παραγωγικότητας, στόχος που θα καταστεί εφικτός μόνο μέσα από μισθολογικές αυξήσεις που θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από συνδικάτα και εργοδότες στη συλλογική διαπραγμάτευση.
Όπως το 2008, υπάρχουν δεσμεύσεις που συνδέονται με τα χρήματα. Όμως αυτή τη φορά οι προτεινόμενοι όροι δεν μπορούν να συνδεθούν με τη δημοσιονομική εξυγίανση, πρέπει να αποτελέσουν επένδυση στη μετάβαση σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία και όχι σε ιδιωτικοποιήσεις ή στην καταστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτοί οι όροι είναι μια αρχή, αλλά οι επενδύσεις είναι εξίσου αναγκαίες προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανεργία των νέων και να στηριχθούν οι δημόσιες υπηρεσίες, η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση και η κατάρτιση.
Κανένας πόρος της ΕΕ δεν πρέπει να διοχετευτεί σε επιχειρήσεις που αρνούνται να διαπραγματευτούν τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας με τα συνδικάτα ή σε επιχειρήσεις που στερούν τις δημόσιες υπηρεσίες από χρηματοδότηση μέσω της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής.
Ομοίως, οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν δημόσιο χρήμα θα πρέπει να παρέχουν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και να εργάζονται για την επίτευξη των κλιματικών στόχων με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εργοδότες και τα συνδικάτα πρέπει να συμμετέχουν στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης.
Το σχέδιο ανάκαμψης έχει τη δυνατότητα να αποκαταστήσει επιτέλους την εμπιστοσύνη στην Ευρώπη, την οποία έχασαν οι πολίτες στη διάρκεια της τελευταίας κρίσης, κάνοντας πραγματική διαφορά στη ζωή των εργαζομένων όταν αυτοί την χρειάζονται περισσότερο. Αλλά όχι αν υπάρχει μόνο στα χαρτιά και δεν φτάνει έγκαιρα σε εργαζόμενους και εταιρείες για να κάνει τη διαφορά. Οι εργαζόμενοι δεν θα ευχαριστήσουν τους εθνικούς ηγέτες τους για τη διατήρηση, σε ατέρμονες συζητήσεις, ενός σχεδίου που θα μπορούσε να σώσει τις δουλειές τους.
Απευθύνουμε έκκληση στους αντιπάλους του σχεδίου να αναλάβουν την ευθύνη τους και να μην πιέσουν για σκληρούς όρους, που θα οδηγούσαν τις χώρες που πλήττονται περισσότερο από τον κορονοϊό να βιώσουν μεγαλύτερη λιτότητα.
Καμιά χώρα δεν προκάλεσε αυτήν την πανδημία και καμία δεν πρέπει να πληρώσει μόνη της τις συνέπειες της πανδημίας. Ακριβώς όπως ο ιός δεν σεβάστηκε τα σύνορα, δεν θα τα σεβαστεί ούτε η ύφεση. Σε μια ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά, η κρίση σε ένα μέρος της Ευρώπης θα αποδυναμώσει την οικονομία σε όλη την ήπειρο.
Και αναπόφευκτα μια ακόμα παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση θα γίνει πολιτική κρίση για την ΕΕ, βάζοντας σε κίνδυνο την Ευρωπαϊκή συνοχή, τη δημοκρατία και το μέλλον του Ευρωπαϊκού σχεδίου. Το σχέδιο ανάκαμψης είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι η Ευρώπη αναδύεται πιο δίκαιη, πιο πράσινη και ενωμένη από αυτές τις δύσκολες στιγμές.
Οι ηγέτες πρέπει να κάνουν το σωστό για να οικοδομήσουν μια Ευρωπαϊκή Ένωση που προστατεύει τους πολίτες της, τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις της.