Άρθρο Προέδρου ΓΣΕΕ στην εφημερίδα ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Μισθοί και Αξιοπρεπής Εργασία

Η κατάσταση της αγοράς εργασίας κλυδωνίζεται από κρίση σε κρίση. Αμέσως μετά την πανδημική κρίση, στους τομείς των μισθών και των συλλογικών διαπραγματεύσεων η πρόκληση είναι η αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης κόστους ζωής και η ουσιαστική προστασία και αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Η μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων διάβρωσε την αγοραστική δύναμη ενός μεγάλου τμήματος του κόσμου της εργασίας. Οι επιπτώσεις έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, τα οποία δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Πρέπει να επισημανθεί ότι η άνιση αυτή επιβάρυνση ενέχει τον κίνδυνο η «ανισότητα πληθωρισμού» να μετασχηματιστεί σε αυξανόμενη οικονομική ανισότητα. Η αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης πρέπει να είναι πρώτιστος στόχος της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ότι η εξέλιξη της ονομαστικής μισθολογικής δαπάνης ανά απασχολούμενο αυξήθηκε το 2022 με ρυθμό περίπου 5% συγκριτικά με το 2021. Ωστόσο, η εξέλιξη της πραγματικής μισθολογικής δαπάνης ανά μισθωτό ήταν αρνητική κατά περίπου 4% καταδεικνύοντας ότι οι αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών δεν ήταν ικανές να αντισταθμίσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των μισθωτών από την επιτάχυνση του πληθωρισμού. Αν συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι την ίδια περίοδο η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 4%, τότε διαπιστώνουμε ότι ο πληθωρισμός έχει προκαλέσει αξιόλογη αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της εργασίας.
Οι εξελίξεις αυτές αναδεικνύουν ως βασική προτεραιότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής για το 2023 και τα επόμενα χρόνια την αύξηση των μισθών και των εισοδημάτων για την βιωσιμότητα της εργασίας και της οικονομίας, ειδικά αν λάβουμε υπόψη το φαινόμενο της έλλειψης εργατικού δυναμικού που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις ανεπαρκείς συνθήκες εργασίας και τις χαμηλές αμοιβές τουλάχιστον σε ορισμένους κλάδους.
Στο πλαίσιο αυτό καθοριστικός για τις προοπτικές της αγοράς εργασίας θα είναι ο ρόλος του κατώτατου μισθού και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Πρέπει όμως και εδώ να υπογραμμιστεί ότι η σημαντική αύξηση του ονομαστικού κατώτατου μισθού ο 2022 και το 2023 δεν ήταν ικανή για να προστατεύσει πλήρως την πραγματική αγοραστική δύναμη. Οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό εξακολουθούν να ζούνε σε συνθήκες που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού στο ύψος και πάνω από το κατώφλι της σχετικής φτώχειας είναι επιτακτική.
Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις υπάρχουν πλέον άφθονα εμπειρικά ευρήματα που δείχνουν ότι η ενίσχυσή τους συμβαδίζει με χαμηλότερα επίπεδα μισθολογικής ανισότητας και υψηλότερα συνολικά επίπεδα μισθών. Όμως η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η επαναφορά του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού με Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και ιδίως η ενσωμάτωση πληθωριστικών προσδοκιών στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν είναι θετική μόνο για την εισοδηματική στήριξη και την προστασία των χαμηλόμισθων. Συμβάλλει στη διασφάλιση ενός επαρκώς υψηλού διάμεσου μισθού, ο οποίος με τη σειρά του χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού.
Η ουσιαστική αύξηση της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις στο 80% (έναντι μόλις 24% στη χώρα μας που καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην Ε.Ε.) που προβλέπει η σχετική ευρωπαϊκή οδηγία και των αμοιβών σε όλη την κλίμακα κατανομής τους στις τρέχουσες συνθήκες των αυξανόμενων κοινωνικών και οικονομικών αβεβαιοτήτων είναι ζωτικής σημασίας για να ενισχυθεί το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και η κοινωνική συνοχή της χώρας μας.

Γιάννης Παναγόπουλος, Πρόεδρος ΓΣΕΕ

Ετικέτες

Κοινοποίηση: